- μελίκομπος
- μελίκομπος, -ον (Α.)αυτός που εκβάλλει γλυκό ήχο, γλυκόηχος, μελωδικός («καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῑν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων..., ἐρατῶν οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾱν», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κόμπος «θόρυβος» (πρβλ. υπέρ-κομπος)].
Dictionary of Greek. 2013.